- απολείπω
- (AM ἀπολείπω)1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω2. αφήνω, εγκαταλείπω3. (-ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτιαρχ.Ι. 1. χάνω κάτι2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ3. αφήνω ατελείωτο4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα5. είμαι ελλιπής, υστερώ σε κάτι6. σταματώ, παύω να υπάρχω7. (για άνθος) μαραίνομαι8. (για ποτάμι) κατέρχεται η στάθμη μου, ξεραίνομαι9. (για τη σελήνη) φθίνω, βρίσκομαι στη χάση10. καταπονούμαι, κουράζομαι11. απέρχομαι II.(-ομαι)1. είμαι κατώτερος κάποιου, μειονεκτώ2. δεν μπορώ να παρακολουθήσω, βρίσκομαι σε αμηχανία3. απουσιάζω, απέχω, βρίσκομαι μακριά4. υπολείπεται να γίνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.